Tuesday, October 03, 2006

Μια Τρίτη πρωί

Δεν είχα χάσει ανθρώπους δικούς μου μέχρι πριν κάποια (λίγα) χρόνια. Γιαγιάδες και παππούδες, τους είχα όλους. Αδυναμία στην πλευρά του μπαμπά. Λίγο γιατί μας μεγάλωσαν, ζούσαν πάντα κοντά μας. Λίγο γιατί ήταν το "τυπικό" μοντέλο παππού και γιαγιάς που είχα στο μυαλό...με τα λευκά μαλλάκια, την απαλή φωνή, τα λόγια τα μελωμένα και τα χάδια από μετάξι. Ακόμα θυμάμαι τις ώρες που μπορούσε να περάσει η γιαγιά μου χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου...από τη μέρα που έφυγε, δεν έχει ξαναβρεθεί άνθρωπος με τέτοια τεχνική και αντοχή! Απίστευτος άνθρωπος, να θυμηθώ να γράψω για εκείνη μια μέρα....

Σήμερα θέλω να μιλήσω για την άλλη γιαγιά όμως. Που είναι ακόμα εδώ. Την Αιγιώτισσα γιαγιά με το μαλλί που τώρα γκριζάρει αργά αργά. Τη γιαγιά που μιλάει πάντα δυνατά, που φωνάζει και γκρινιάζει για τα πάντα, που δεν αφήνει τίποτα ασχολίαστο, που δε χαϊδεύει ποτέ, που κουράζει και κουράζεται. Την παραπονιάρα.
Η γιαγιά η Μαρία είναι η "δύσκολη" περίπτωση της οικογένειας. Από τους ανθρώπους που αγαπάς και υπομένεις γιατί ε, οικογένεια είναι! Ποτέ δεν ένιωσα τρυφερά απέναντί της. Δεν είναι ότι δεν είχα προσπαθήσει...απλά δεν! Το ότι μένει στο Αίγιο, μάλλον καλό έκανε, η καθημερινή τριβή μαζί της μάλλον θα είχε οδηγήσει σε διάλυση πάσης φύσεως σχέσης.

Ηρθε να μας δει η γιαγιά λοιπόν. Το κάνει πότε πότε, έρχεται καμιά βδομάδα και μένει εδώ, χωρίς τον παππού, για να ξεκουραστεί. Ως συνήθως...ένα 15λεπτο σπαστό συζήτησης τη μέρα από πλευράς μου, ευγένεια και καλοσύνη και μέχρι εκεί. Γιατί δεν είχα τι άλλο να πω. Γιατί με κούραζε η γκρίνια κι η κριτική για τους πάντες και τα πάντα. Καλύτερα μακριά κι αγαπημένες...

Σήμερα δεν ξέρω τι έγινε. Είχα να πάω να πληρώσω κάτι λογαριασμούς, κάτι τέτοια τρεξίματα χαζά. Κατεβαίνοντας το πρωί στην κουζίνα ακούω:

- Ανέβηκα πριν στη σοφίτα αλλά κοιμόσουν του καλού καιρού, άντε, επιτέλους σηκώθηκες! (σηκώθηκα στις 8...ε; ας ξεροκαταπιούμε όλοι μαζί...)
- Καλημέρα γιαγιά ! Πάω την Candy βόλτα και φεύγω για τις δουλειές...καλά είσαι εσύ;
- Μα καλά, δε θα φας τίποτα;;;
- Μπα, πάω να τελειώνω και θα φάω πρωινό μετά, να πιω τον καφέ μου με την ησυχία μου. Εσύ έφαγες τίποτα; Είσαι καλά; (2η φορά, έτσι;)
- Ε τι να σου πω, έτσι κι αλλιώς εμένα δε μ'ακούει κανένας, άμα πω και τίποτα βρίσκω το μπελά μου.
- Εεεε....(αλλαγή θέματος)... Α, να σου πω, είδες που άφησε η μαμά τη συνταγή για τα φάρμακα του παππού που πρέπει να πάρω;
- Εδώ είναι, να. Καλά, έτσι θα βγεις έξω;;; (και πριν προλάβω ν'απαντήσω) Τα μαλλιά σου είναι χάλια, πιάστα καλύτερα. (και πριν προλάβω ν'απαντήσω) Κοίτα μην ξεμυαλιστείς κι αργήσεις, 12 η ώρα πρέπει να βάλεις το φαγητό να γίνει, πριν γυρίσει ο αδερφός σου, εγώ αυτή την κουζίνα δεν την ξέρω, μα τι πήγατε και πήρατε....(και πριν προλάβω ν'απαντήσω) Η μάνα σου τι ώρα θα γυρίσει; Εδώ που μετακομίσατε δεν μπορώ να πάρω και τ΄αμάξι (εννοεί το λεωφορείο) να κατέβω στα μαγαζιά να χαζέψω, δε σας έκανε το παλιό το σπίτι που είχα μάθει να κυκλοφορώ, θέλατε πολυτέλειες, μεγαλοπιαστήκατε όλοι. (και πριν προλάβω ν'απ.....Εεεε, ΟΧΙ !)
- Χμμμ...ναι...που λες...εσύ καλά είσαι;;;; (και πριν προλάβω να σκεφτώ;!) Μήπως θες να έρθεις μαζί μου για τις δουλειές;

Είπε ναι. Αμέσως. Δυσανασχετώντας μεν, τρέχοντας μες στον ενθουσιασμό να ετοιμαστεί δε. Εκανα ότι δεν το είδα, πήγα βόλτα τη σκυλίτσα μου, γύρισα, την πήρα και ξεκινήσαμε. Μια ώρα και τέλος, όλες οι δουλειές "καλά καμωμένες":-) Και ξαφνικά μ'ακούω να λέω...

- Ωραία. Πού να σε πάω για καφέ τώρα;

Για να μην τα πολυλογώ, αφού πέρασε άλλη μισή ώρα μέχρι να πειστεί, ν'αποδεχτεί ότι ο καφές δεν ήταν υποχρεωτικό να είναι καφές, να βρούμε ένα μέρος που να της αρέσει...καταλήξαμε στην πεντέλη. Εκανε λίγο ψύχρα αλλά της άρεσε. Πήρε την πάστα της ("αν κι εμένα τα γλυκά δεν μου αρέσουν"), πήρα τον καφέ μου κι ένα τοστ ("να, είχες πρωινό στο σπίτι και τώρα το πληρώνεις"), άναψα κι ένα τσιγάρο (κάποιο μίνι θαύμα έγινε και δεν το σχολίασε) και άρχισα να υπολογίζω...στην πόση ώρα είναι αποδεκτό να φύγουμε;

Μείναμε δύο ώρες τελικά. Και δεν τις κατάλαβα καν. Αρχισε να σχολιάζει μια "παλαβή, πόσο νομίζει ότι είναι; Στην ηλικία της..." που έτρεχε πέρα δώθε και τη στιγμή που ετοιμαζόταν να κάνει ένα ακόμα σχόλιο για την τύπισσα, χωρίς να έχει δει ότι ήταν ακριβώς πίσω της, ύψωσα τη φωνή και είπα....αχ, γιαγιά κοίτα, τι ωραίο μωρό! Κάπως έτσι αρχίσαμε να μιλάμε...για τα μωρά της που δε χάρηκε νέα, για τα δισέγγονα που ονειρεύεται, για τα σπίτια που βλέπει και λαχταρά, για τα σπίτια που άλλαξε και θυμάται...Τη ρώτησα για τη ζωή της και μου μιλούσε ασταμάτητα. Ιστορίες από τα παιδικά της χρόνια, ιστορίες από τόν πόλεμο, ιστορίες αγάπης και ιστορίες μίσους. Κακουχίες και τύχες χαμογελαστές. Δάκρυσε, γέλασε...

Μυθιστόρημα η ζωή της. Οπως πολλών στην ηλικία της. Μυθιστόρημα που μου πήρε 28 χρόνια να μάθω. Αποσπάσματά του τουλάχιστον. Στο μυαλό μου άρχισαν να μπαίνουν τόσα πολλά στη θέση τους. Σαν παζλ που συμπληρωνόταν σιγά σιγά και απαντούσε σε γιατί χρόνων. Κι άρχισα να καταλαβαίνω. Και να συγχωρώ. Και να σέβομαι. Χωρίς να το καταλάβω.

Κι όταν τελικά σηκωθήκαμε να φύγουμε, για πρώτη φορά από τότε που την θυμάμαι...την είδα να μου χαμογελά λέγοντάς μου : "αχ, τι ωραία που περάσαμε!".

Χαμογελάω. Νιώθω όμορφα. Και όχι, δεν θα σας πω τα συμπεράσματα απ'αυτή την ιστορία. Ας βγάλει ο καθένας τα δικά του...

No comments: