Δεν τον ένοιαζε πια. Το ήξερε, το έβλεπε. Μπορούσε να της πει ότι ήθελε, να την κρατήσει για ώρες ολόκληρες αγκαλιά, να της χαϊδέψει τρυφερά τα μαλλιά...τίποτα δεν άλλαζε. Το σφίξιμο στο στομάχι της, αυτό έλεγε την αλήθεια. Δεν τον ένοιαζε πια.
Αυτό που δεν καταλάβαινε είναι το γιατί. Όχι το γιατί της αλλαγής, αυτό το είχε μάθει πριν από εκείνον. Κι ας το αρνιόταν όσο ήθελε εκείνος, το ξέραν κι οι δυο πως έτσι ήταν. Γιατί την πονούσε δεν καταλάβαινε. Γιατί την πείραζε τόσο να έχει δίκιο.
Δεν ήταν η πρώτη φορά. Είχε απλά κουραστεί, βαρεθεί να καταλαβαίνει, να θέλει και να μπορεί να βλέπει, να μην στρέφει το βλέμμα αλλού όταν η αλήθεια την κοίταζε στα μάτια. Πόσο πιο εύκολα θα ήταν όλα αν μπορούσε να αλλάξει. Να ζει όπως ζουν οι περισσότεροι, κρυμμένη κι αυτή πίσω από βεβαιότητες αγνώστου πατρός χωρίς να την απασχολεί η αλήθεια τους, η ουσία. « Surfin’ USA » συνήθιζε να λέει γελώντας...μα το γέλιο λιγόστευε σιγά σιγά, αλήθεια την αλήθεια.
Τις σφαλιάρες τις άντεχε, όλοι το ξέραν, όλοι το έλεγαν. Εντάξει...την είχαν πείσει, ήταν δυνατή. Και συνέχιζε να πορεύεται ίδια, παρά τις γρατζουνιές και τους μώλωπες. Αυτά θα γιάνουν...το έλεγε πάντα η γιαγιά της κι εκείνη την πίστευε. Όμως κανείς δεν της είπε πόσο πονάει όταν ανοίγουν παλιές πληγές...ξανά και ξανά.
Του άνοιξε την πόρτα. Ένα αντίο, πιο οριστικό από ποτέ. Το ήξερε μέσα της, θα το μάθαινε κι εκείνος σύντομα. Έσβησε τα φώτα και ανέβηκε τη σκάλα στα σκοτεινά. Μακριά από τον υπολογιστή, από την τηλεόραση, από τα βιβλία, από τη μουσική της. Όχι απόψε. Απόψε θα απολάμβανε τη μοναξιά της, επιτέλους. Τον υπέροχο, γενναίο, τσακισμένο εαυτό της.
Το νερό, καυτό, την αγκάλιασε, καλοσώρισε τα δάκρυά της, καθάρισε τις πληγές της. Πάντα στα σκοτεινά. Δεν το φοβόταν το σκοτάδι, το φως την τρόμαζε. Το φως το τεχνητό, αυτό το ψεύτικο. Πάντα το απέφευγε, όπως όλα τα ψεύτικα του κόσμου.
Χώθηκε στο πάπλωμα και άνοιξε την αγκαλιά της. Έσφιξε το μόνο πλάσμα που ήταν πάντα εκεί χωρίς να της ζητά τίποτα και αφέθηκε. Ένα όνειρο ήθελε...ένα όνειρο να διώξει τους εφιάλτες....και το πρωί, όταν ο ήλιος θα τρύπωνε στο δωμάτιο, θα ήταν πάλι εκεί. Ίδια, δυνατή, ζωντανή. Θα του χαμογελούσε κοιτώντας τον στα μάτια. Κι ας έτσουζε...Πάντα.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment